μονημερίτικος
Смотреть что такое "μονημερίτικος" в других словарях:
μονημερίτικος — η, ο βλ. μονημεριάτικος … Dictionary of Greek
μονημεριάτικος — και μονημερίτικος, η, ο [μονήμερος] αυτός που γίνεται μέσα σε μία μόνο ημέρα ή αυτός που διαρκεί μία μόνο ημέρα («μονημεριάτικη δουλειά»). επίρρ... μονημεριάτικα και μονημερίτικα κατά τη διάρκεια μιας μόνο ημέρας, σε μία μόνο ημέρα … Dictionary of Greek